ψυχογλωσσολογία — Επιστημονική έρευνα της γλωσσικής συμπεριφοράς και των διαδικασιών που την προσδιορίζουν. Η ψ. γεννήθηκε από τη συνεργασία γλωσσολόγων και ψυχολόγων, από τους οποίους οι πρώτοι επεδίωκαν να επισημάνουν, στον χώρο των νοητικών και ψυχικών… … Dictionary of Greek
γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… … Dictionary of Greek
ψυχογλωσσολογικός — ή, ό, Ν [ψυχογλωσσολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογλωσσολογία … Dictionary of Greek
αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει … Dictionary of Greek
ψυχογλωσσολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχογλωσσολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γλωσσολόγος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. psycholinguist] … Dictionary of Greek
ψυχογλωσσολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογλωσσολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχογλωσσολόγος, ο — η αυτός που ασχολείται με την ψυχογλωσσολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)